- αλεστικός
- η , ό[ν] относящийся к помолу, к перемалыванию;
αλεστική μηχανή τού καφέ — кофейная мельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεστική μηχανή τού καφέ — кофейная мельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά … Dictionary of Greek
αλεστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεστής — ο 1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς 2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός] … Dictionary of Greek